Βιταμίνη D3 – η βιταμίνη του ήλιου

Τα τελευταία χρόνια η βιταμίνη D έχει κερδίσει το ενδιαφέρον της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας και ένας μεγάλος αριθμός μελετών έχει δημοσιευτεί σχετικά με τα οφέλη της στον ανθρώπινο οργανισμό.

Η βιταμίνη D είναι μια λιποδιαλυτή βιταμίνη την οποία ο οργανισμός προσλαμβάνει, κυρίως, μέσω της σύνθεσής της στο δέρμα με την επίδραση της υπεριώδους ηλιακής ακτινοβολίας (“βιταμίνη του ήλιου”). Η ποσότητα που προσλαμβάνεται από τις τροφές είναι μικρή∙ για την ακρίβεια, το 90% των αναγκών σε βιταμίνη D το καλύπτουμε από την έκθεση στην υπεριώδη ακτινοβολία και συγκεκριμένα στις UVB και, μόλις, το 10% από τη διατροφή.

Η μορφή της βιταμίνης D που παράγεται στο δέρμα από την έκθεση στις υπεριώδεις ακτίνες του ήλιου είναι η D3 ή χοληκαλσιφερόλη ενώ εκείνη που υπάρχει στις τροφές, είναι η D2 ή εργοκαλσιφερόλη.

Λίγες τροφές περιέχουν βιταμίνη D, όπως ορισμένα «λιπαρά» ψάρια (σολομός, σκουμπρί, τόνος, μπακαλιάρος, πέστροφα, σαρδέλες), το μουρουνέλαιο, τα αυγά (κρόκος), το βοδινό συκώτι, οι γαρίδες, τα μανιτάρια, το σέλερι και τα δημητριακά ολικής άλεσης.

Οι δύο τύποι βιταμίνης D οι οποίες μοιάζουν πολύ δομικά, θεωρούνται ισάξιες όταν χορηγούνται με τη μορφή συμπληρώματος.

Η σύνθεση της βιταμίνης D στο δέρμα εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, εκ των οποίων οι κυριότεροι αναφέρονται παρακάτω :

  1. Η ηλικία: η ικανότητα παραγωγής βιταμίνης D από τον οργανισμό μειώνεται με την ηλικία.
  2. Η εποχή του χρόνου: το χειμώνα η παραγωγή της ελαττώνεται, επειδή η ηλιοφάνεια είναι μικρότερη.
  3. Το γεωγραφικό πλάτος: γεωγραφικό πλάτος μεγαλύτερο από 35° σχετίζεται με μικρότερη παραγωγή βιταμίνης D, γιατί οι ακτίνες του ήλιου δεν πέφτουν κάθετα στη γη.
  4. Το χρώμα του δέρματος: η σύνθεσή της είναι μικρότερη στα σκουρόχρωμα δέρματα, καθώς η μελανίνη δρα σαν φραγμός για την υπεριώδη ακτινοβολία.
  5. Η χρήση αντηλιακών προϊόντων, τα οποία εμποδίζουν τη σύνθεσή της.
  6. Άλλοι περιβαλλοντικοί παράγοντες όπως η μόλυνση της ατμόσφαιρας και η τρύπα του όζοντος, οι οποίοι δρουν αρνητικά.

Ανεπάρκεια βιταμίνης D

H έλλειψη ή η ανεπάρκεια βιταμίνης D αποτελεί παγκόσμιο πρόβλημα, καθώς, με βάση τα παραπάνω κριτήρια, υπολογίζεται ότι ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι πάσχουν από αυτήν, ιδιαίτερα στις μεγαλύτερες ηλικίες. Από διάφορες μελέτες που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια προκύπτει ότι το 40-100% των ηλικιωμένων σε Ευρώπη και ΗΠΑ έχουν χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D, ενώ σημαντική είναι η έλλειψη και σε άλλες ηλικιακές ομάδες.

Στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες μεσογειακές χώρες, δε θα περίμενε κανείς να υπάρχει έλλειψη της συγκεκριμένης βιταμίνης λόγω της μεγάλης ηλιοφάνειας – το λεγόμενο «μεσογειακό παράδοξο». Παρόλα αυτά, τα επίπεδα βιταμίνης D τόσο στον ελληνικό πληθυσμό, όσο και σε άλλους μεσογειακούς λαούς, πολύ συχνά είναι χαμηλότερα από τα φυσιολογικά και η ανεπάρκειά της είναι συνηθέστερη από αυτήν των βορειότερων χωρών.

Ειδικά στην χώρα μας, εμφανίζεται ένα ποσοστό μεγαλύτερο από το 30% του πληθυσμού να έχει χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D3 στον οργανισμό του. Σε μία παγκόσμια μεγάλη μελέτη – καταγραφή*, φάνηκε ότι στη βόρεια Ευρώπη, (Σουηδία, Νορβηγία), με χαμηλή ηλιοφάνεια, τα ποσοστά βιταμίνης D3 είναι αρκετά υψηλότερα από ότι στη Ν. Ευρώπη. Αυτό οφείλεται στη κατανάλωση πολλών λιπαρών ψαριών και ιχθυελαίων.

Εάν αναλογιστούμε λοιπόν ότι 100γρ σολωμού μας δίνουν 600 μονάδες βιταμίνης D ενώ 100 γρ γάλατος μας δίνουν μόλις 40 μονάδες, καταλαβαίνουμε αμέσως την αναγκαιότητα πρόσληψής της μέσα από άλλες μορφές. Για αυτό και η συμπλήρωσή της, ειδικά στην καθημερινή διατροφή των παιδιών, κρίνεται αναγκαία.

Δείτε τα σχετικά συμπληρώματα, για ενήλικες και παιδιά, εδώ.

Πώς μπορούμε να ελέγξουμε τα επίπεδα της βιταμίνης D στον οργανισμό μας

Τα επίπεδα της βιταμίνης D μπορούν να ελεγχθούν με μία απλή εξέταση αίματος. Αν η εξέταση που κάνατε δείξει ότι έχετε όντως έλλειψη της βιταμίνης, συμβουλευτείτε τον γιατρό σας για το τι πρέπει να κάνετε. Σε περίπτωση έναρξης αγωγής με συμπληρώματα βιταμίνης D, συστήνεται η επανάληψη της εξέτασης μετά από χρονικό διάστημα 3 μηνών για να εκτιμηθεί το αποτέλεσμα της θεραπείας.

 

Πού οφείλεται η έλλειψη ή η ανεπάρκεια της βιταμίνης D

Τα χαμηλά ή ανύπαρκτα επίπεδα της βιταμίνης D οφείλονται στους παρακάτω παράγοντες:

  • Μειωμένη έκθεση στο ηλιακό φως λόγω του σύγχρονου τρόπου ζωής (εργασία σε γραφεία/κλειστούς χώρους).
  • Έντονη Χρήση αντηλιακών με υψηλό δείκτη προστασίας.
  • Μειωμένη κατανάλωση τροφών πλούσιων σε βιταμίνη D [λαμβάνοντας υπόψη ότι οι διατροφικές πηγές της βιταμίνης D είναι πολύ λίγες].
  • Φαρμακευτικές αγωγές.
  • Σύνδρομα δυσαπορρόφησης π.χ. κοιλιοκάκη, νόσος Crohn, κυστική ίνωση, παγκρεατίτιδα, χειρουργικές επεμβάσεις παράκαμψης στομάχου ή εντέρου.
  • Μόλυνση της ατμόσφαιρας (λόγω της ατμοσφαιρικής ρύπανσης δημιουργείται ένα «πέπλο» το οποίο εμποδίζει τις UVB να εισέλθουν για να παράγουμε βιταμίνη D).

 

Σε ποιές περιπτώσεις βοηθά η βιταμίνη D3

Υπάρχουν ενδείξεις από σημαντικές δημοσιεύσεις ότι η ανεπάρκεια ή η έλλειψη βιταμίνης D εκτός από τον βασικό της ρόλο στον μεταβολισμό του ασβεστίου και τη συμβολή της στη σκελετική υγεία, διαδραματίζει εξίσου σημαντικό ρόλο στην εύρυθμη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος.

Η βιταμίνη D3 συμβάλλει:

  • Στην αύξηση της απορρόφησης του ασβεστίου και του φωσφόρου από τον οργανισμό και στη διατήρηση υγιών οστών και δοντιών.
  • Στη φυσιολογική ανάπτυξη των οστών στα παιδιά.
  • Στη διατήρηση της φυσιολογικής λειτουργίας του νευρικού και μυϊκού συστήματος.
  • Στη μείωση του κινδύνου πτώσης που συνδέεται με την ορθοστατική αστάθεια και τη μυϊκή αδυναμία σε ενήλικες μεγαλύτερης ηλικίας.
  • Στην ενίσχυση του ανοσοποιητικού συστήματος.
  • Σε ενδοκρινικές διαταραχές (σακχαρώδης διαβήτης, παχυσαρκία).
  • Σε καρδιαγγειακά νοσήματα (υπέρταση, αρτηριοσκλήρυνση, έμφραγμα).
  • Σε αυτοάνοσες παθήσεις (συμπεριλαμβανομένων των ιδιοπαθών φλεγμονωδών νόσων του εντέρου).

Κατόπιν των σχετικών αιματολογικών εξετάσεων και εφόσον έχει διαπιστωθεί η έλλειψη ή η ανεπάρκειά της, κρίνεται αναγκαία η καθημερινή λήψη, συνήθως, αρκετά μεγάλων δόσεων, (1.000-4.000 διεθνείς μονάδες) προκειμένου να επιτευχθούν τα φυσιολογικά επίπεδα στο αίμα. Αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με χορήγηση ειδικών σκευασμάτων βιταμίνης D – συμπληρωμάτων διατροφής και φαρμακευτικών σκευασμάτων. Το χρονικό διάστημα της αγωγής καθώς και η δοσολογία, ορίζονται από τον ειδικό.

Δείτε τα σκευάσματα βιταμίνης D εδώ.

Covid-19 και Βιταμίνη D

Τα τελευταία χρόνια, μελέτες έχουν δείξει ότι η βιταμίνη D αλληλεπιδρά με κύτταρα που είναι υπεύθυνα για την καταπολέμηση διαφόρων λοιμώξεων της αναπνευστικής οδού. Με τα διαθέσιμα επιστημονικά δεδομένα και γνωρίζοντας ότι ο κορωνοϊός προσβάλλει το αναπνευστικό σύστημα, οι επιστήμονες τείνουν να πιστεύουν ότι ένας οργανισμός κατάλληλα εφοδιασμένος με βιταμίνη D έχει περισσότερες πιθανότητες να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τον ιό συγκριτικά με κάποιον που παρουσιάζει έλλειψη.

Σύμφωνα με την πρόσφατη επιστημονική βιβλιογραφία, είναι γνωστό ότι η μόλυνση με COVID-19 σχετίζεται με την αυξημένη παραγωγή C-αντιδρώσας πρωτεΐνης (CRP), τον αυξημένο κίνδυνο πνευμονίας, συνδρόμου οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας (ARDS) και καρδιακής ανεπάρκειας. Τα ποσοστά θνητότητας (CFR) στην Κίνα ήταν 6% -10% για άτομα με καρδιαγγειακή νόσο, χρόνια νόσο του αναπνευστικού συστήματος, διαβήτη και υπέρταση. Δύο περιοχές που πλήττονται σοβαρά από την COVID-19 είναι περιοχές με υψηλή ατμοσφαιρική ρύπανση στην Κίνα και τη Βόρεια Ιταλία.

Επιστημονικά δεδομένα υποστηρίζουν πως η βιταμίνη D3 πρέπει να ξεκινήσει ή να αυξηθεί μερικούς μήνες πριν από τον χειμώνα, για την αποφυγή των λοιμώξεων του αναπνευστικού συστήματος, συμπεριλαμβανομένων εκείνων του ιού της γρίπης (influenza), του CoV και της πνευμονίας. Ακόμη, συνιστάται η παράλληλη λήψη συμπληρωμάτων μαγνησίου και βιταμίνης D, καθώς το μαγνήσιο βοηθά στην ενεργοποίηση της βιταμίνης D, η οποία με τη σειρά της βοηθά στη ρύθμιση της ομοιόστασης του ασβεστίου και του φωσφόρου για την ανάπτυξη και διατήρηση των οστών. Όλα τα ένζυμα που μεταβολίζουν τη βιταμίνη D φαίνεται να απαιτούν μαγνήσιο.

Αν και πρέπει να ακολουθήσουν περισσότερες κλινικές μελέτες, τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι η συμπλήρωση της διατροφής με μικροθρεπτικά συστατικά που υποστηρίζουν το ανοσοποιητικό, όπως οι βιταμίνες C, D και ο ψευδάργυρος, μπορεί να ρυθμίσει την ανοσολογική λειτουργία και να μειώσει τον κίνδυνο μόλυνσης.

Καλό Φθινόπωρο σε όλες και όλους!

Με την εμπειρία της ομάδας του Φαρμακείου Περγαντά
Γνωρίστε μας

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. Caccamo D, Ricca S, et al. “Health Risks of Hypovitaminosis D: A Review of New Molecular Insights”. Int J Mol Sci.2018 Mar 17;19(3). pii: E892. doi: 10.3390/ijms19030892
  2. Grant, W.B.; Lahore, H.; McDonnell, S.L.; Baggerly, C.A.; French, C.B.; Aliano, J.L.; Bhattoa, H.P. Evidence that Vitamin D Supplementation Could Reduce Risk of Influenza and COVID-19 Infections and Deaths. Nutrients2020, 12, 988. https://doi.org/10.3390/nu12040988
  3. McCartney, Daniel & Byrne, D. (2020). Optimisation of Vitamin D Status for Enhanced Immuno-protection Against Covid-19. Irish medical journal. 113. 58.

https://www.venizeleio.gr/vitamini-d-apantisis-se-synithi-erotimata/ ΒΕΝΙΖΕΛΕΙΟ 26/12/2017

Δημοφιλή άρθρα

X